παρακλητικοῦ

παρακλητικοῦ
παρακλητικός
stimulating
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιτανεία — Ικετήρια πομπή της χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία γίνεται περιφορά ορισμένης εικόνας στην ενορία, ή και πέρα από την περιοχή της, που αποβλέπει στην κατάπαυση, με θεϊκή επέμβαση, δημόσιων κακών που οφείλονται –όπως πιστεύουν όσοι μετέχουν …   Dictionary of Greek

  • παράκληση — η 1. παρακάλιο, παρακάλεση, παρακάλεσμα: Οι παρακλήσεις της μητέρας του δεν τον έπεισαν να μείνει. 2. (εκκλησ.), ικεσία, δέηση προς τη Θεοτόκο, ανάγνωση παρακλητικού κανόνα: Ας κάνουμε και μια παράκληση για τον άρρωστό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”